- λάτρον
- λάτρονpayneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάτρον — λάτρον, τὸ (Α) μισθός εργασίας, πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λάτρον εμφανίζει επίθημα τρον (πρβλ. σήμαν τρον). Η σύνδεση με γερμαν. βαλτοσλαβ. και ινδοϊρανικές λ. (πρβλ. γοτθ. le?) «γαιοκτησία», αρχ. σλαβ. lětb, ρωσ. letb «επιτρέπεται … Dictionary of Greek
λάτρου — λάτρον pay neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάτρων — λάτρον pay neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάτρῳ — λάτρον pay neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
леть — I I. (нареч.) можно, дозволено , диал. (Даль), блр. лець – то же, др. русск. лѣть возможность, приличие , ст. слав. лѣть (ѥстъ), лѣтиѭ ѥстъ ἔξεστι (Супр.), др. чеш. letenstvie добродушие, благожелательность; великолепие , др. польск. lecienstwo… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Idolatry — The Adoration of the Golden Calf by Nicolas Poussin. Idolatry is a pejorative term for the worship of an idol, a physical object such as a cult image, as a god,[1] or practices believed to verge on worship, such as giving undue honour and regard… … Wikipedia
ειδωλολάτρης — ο (θηλ. ειδωλολάτρισσα) (Α εἰδωλολάτρης, ο, η, θηλ. και εἰδωλολάτρις Μ εἰδωλολάτρης, θηλ. εἰδωλολάτρισσα) αυτός που λατρεύει τα είδωλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < είδωλον + λάτρης < λάτρον. Η λ. ειδωλολάτρης πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Καινή Διαθήκη… … Dictionary of Greek
ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] … Dictionary of Greek
θεολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, εικονο λάτρης] … Dictionary of Greek
κοσμολάτρης — κοσμολάτρης, ὁ, θηλ. κοσμολάτρις, ιδος (Α) ο ειδωλολάτρης, αυτός που λατρεύει τα κτίσματα και όχι τον κτίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + λάτρης (< λάτρον «πληρωμή»] … Dictionary of Greek